διοιχομαι

διοιχομαι
    διοίχομαι
    δι-οίχομαι
    1) проходить, кончаться, истекать
    

λόγος διοίχεται Soph. — речь (моя) окончена;

    αἱ ἡμέραι ὑμῖν τοῦ ἀριθμοῦ διοίχηνται (v. l. διοιχέαται) Her. — назначенное вам число дней истекло;
    ἥ δίκη διοίχεται Eur. — правосудие совершилось

    2) погибнуть, пропасть
    

(Αἴας διοίχεται Soph.; δ. ὑπὸ συμφορᾶς Eur.; ἀπολομένης τῆς ψυχῆς τὸ σῶμα διοίχοιτο Plat.)

    διοίχομαι или τἀμὰ διοίχεται Arph. — я пропал


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "διοιχομαι" в других словарях:

  • διοίχομαι — (Α) [οίχομαι] 1. (για χρόνο) περνώ, διαβαίνω 2. (για πρόσωπα και πράγματα) αφανίζομαι, χάνομαι, διαλύομαι 3. λήγω, τελειώνω («ὁ λόγος διοίχεται», «ἡ δίκη διοίχεται») …   Dictionary of Greek

  • διοίχομαι — to be quite gone by pres ind mp 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διοιχήσεσθε — διοίχομαι to be quite gone by fut ind mid 2nd pl διοίχομαι to be quite gone by fut ind mp 2nd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διοιχήσεται — διοίχομαι to be quite gone by fut ind mid 3rd sg διοίχομαι to be quite gone by fut ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διοιχόμεσθα — διοίχομαι to be quite gone by pres ind mp 1st pl διοίχομαι to be quite gone by imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διοιχομένῃ — διοίχομαι to be quite gone by pres part mp fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διοιχόμενα — διοίχομαι to be quite gone by pres part mp neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διοίχεται — διοίχομαι to be quite gone by pres ind mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διοίχηνται — διοίχομαι to be quite gone by perf ind mp 3rd pl (ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διοίχοιτο — διοίχομαι to be quite gone by pres opt mp 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διοιχόμεθ' — διοιχόμεθα , διοίχομαι to be quite gone by pres ind mp 1st pl διοιχόμεθα , διοίχομαι to be quite gone by imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»